ὑπολύσω

ὑπολύσω
ὑπολύ̱σω , ὑπολύω
loosen beneath
aor subj act 1st sg
ὑπολύ̱σω , ὑπολύω
loosen beneath
fut ind act 1st sg
ὑπολύ̱σω , ὑπολύω
loosen beneath
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ὑ̱πολύσω , ὑπολύζω
hiccup
aor ind mid 2nd sg
ὑπολύζω
hiccup
aor subj act 1st sg
ὑπολύζω
hiccup
fut ind act 1st sg
ὑπολύζω
hiccup
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”